καλλίπνους

καλλίπνους
καλλίπνους, -ουν και -οος, -οον (AM)
αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή, που ευωδιάζει
αρχ.
εκείνος που βγάζει μελωδικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -πνους (< πνοῦς «πνοή»), πρβλ. μικρό-πνους, ολιγό-πνους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”